ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

No events

Διοικητικό Συμβούλιο

Πρόεδρος
ΜΙΧΑΗΛ ΕΜΜ. ΜΑΚΡΥΜΑΝΩΛΗΣ
A΄Αντιπρόεδρος
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΑΝΤΙΜΙΣΙΑΡΗΣ
Β΄Αντιπρόεδρος
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΝΙΚΗΤΑΣ
Γενικός Γραμματέας
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μ. ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ
Ειδικός Γραμματέας
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΜΜ ΚΑΡΕΛΛΑΣ
Ταμίας
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΙΟΣ
Υπεύθυνος Πολιτιστικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΝΙΚΗΤΑΣ
Κοσμήτορας
ΚΑΛΛΙΟΠΗ Α. ΧΗΡΑΚΗ
Υπεύθυνος Μ.Μ.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΓΡΑΙΓΟΣ

Τετάρτη, 08 Φεβρουαρίου 2017 02:41

Η Ιστορία της Ολύμπου

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

1. Όρια και γεωφυσική κατάσταση

Η περιοχή της Ολύμπου εκτείνεται βόρεια του βουνού Κυμαράς και περιλαμβάνει όχι μόνο το βορειότερο αυτό τμήμα της Καρπάθου, αλλά και τη νησίδα Σαρία, που χωρίζεται από την Κάρπαθο με το Στενό, διαβρωσιγενή πορθμό πλάτους 100 περίπου μέτρων. Η έκταση της Ολύμπου είναι 37 τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτά η Σαρία, και αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου της Καρπάθου. Είναι εξαιρετικά ορεινή και δασώδης στο μεγαλύτερο μέρος της.

Οι κυριότεροι ορεινοί όγκοι είναι ο Άης Ηλίας (718 μ.), το Ορκίλι (713 μ.), ο Κυμαράς (692 μ.), το Στοιόι (639 μ.), το Μαλό (635 μ.), το Κορύφι (588 μ.), το Όρος (561 μ.), η Ασία (531 μ.) και, στη Σαρία, ο Παχύς Βουνός (630 μ.).

Οι αξιολογότερες πεδινές εκτάσεις της είναι οι κοιλάδες της Αυλώνας, της Αχορδέας και του Κοίλιους στην Κάρπαθο και στη Σαρία αξιολογότερη είναι η κοιλάδα της Πύλας. Μικρότερης έκτασης, αλλά σημαντικές από την άποψη της παραγωγικότητας είναι οι περιοχές Πέι (= πέδι<πεδίον), Καμπί, Αμμόη (= αμμόγη) στην Κάρπαθο και στη Σαρία η Νάππα (= κοιλάδα) και το Αργος (= παραθαλάσσια πεδιάδα).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο θαλάσσιος διαμελισμός με το εντυπωσιακό φυσικό λιμάνι του Τριστόμου και με τους πολλούς γραφικούς όρμους όπως τον όρμο της Βρουκούντας, τις Φύσες και την Ευγώνυμο στη δυτική πλευρά, τη Βανάντα, το Διαφάνι, τον Απόκαπο, το Όψι, το Κάπι, την Αγνόντια, το Φορόκλι, το Κάντρι, το Φίλιος, το Νάτη κ.ά. στην ανατολική και τον Γιάπλο, τα Παλάτια, την Αλιμούντα και τον Μέα ‘αλό (= μέγας αιγιαλός) στη Σαρία.

Μολονότι η περιοχή δεν προσφέρεται για γεωργική εκμετάλλευση, η εργατικότητα των Ολυμπιτών, που δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη ούτε σπιθαμή χωμάτινης επιφάνειας, την έκαμε ικανή να θρέψει γύρω στους 1.500 ανθρώπους, όσοι ήσαν οι κάτοικοι του χωριού στις δεκαετίες του 1940 και 1950 κι ίσως και σε παλαιότερες εποχές.

2. Αρχαία εποχή

Οι αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι στην περιοχή της Ολύμπου είχαν εγκατασταθεί Μινωίτες και Μυκηναίοι (15ος αιώνας π.Χ.). Με βάση τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων (Σκύλαξ, Στράβων) και τα αρχαιολογικά δεδομένα, από τον 4ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν στην περιοχή της Ολύμπου δύο αξιόλογες πόλεις, η Βρυκούς, στη θέση της σημερινής Βρουκούντας και η Νίσυρος “ομώνυμος τη των Νισυρίων νήσω” στη θέση Παλάτια της Σαρίας. Αν όχι στο Στενό της Σαρίας, πάντως στην περιοχή του βρισκόταν ο ναός του Πορθμίου Ποσειδώνος, που αποτελούσε κέντρο λατρείας όλης της Καρπάθου κατά την αρχαία και την ελληνιστική περίοδο. Από τη Βρυκούντα προέρχεται η περίφημη επιγραφή η γνωστή ως “Δωρικόν ψήφισμα Καρπάθου”, που αναφέρεται στον γιατρό Μηνόκριτο Μητροδώρου, στον οποίον οι Βρυκούντιοι απένειμαν εξαιρετικές τιμητικές διακρίσεις, επειδή είχε προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες με αφιλοκερδή και ανεπίληπτο τρόπο για είκοσι και πάνω χρόνια.

Από την αρχαία πόλη της Βρυκούντος σώζονται δεκάδες λαξευτοί τάφοι, ερείπια τοίχων και οχυρώσεων και τμήματα των ελληνιστικών τειχών της.

Όπως φαίνεται από τα βυζαντινά μνημεία που υπάρχουν στην περιοχή της Βρουκούντας και των Παλατίων, η ζωή συνεχίστηκε στις πόλεις αυτές και κατά τη βυζαντινή εποχή. Επειδή τα ερείπια της μεγάλης βασιλικής των Παλατίων (στη θέση της σημερινής Αγίας Σοφίας), του Στενού (στη θέση της σημερινής Αγίας Αικατερίνης) και του Φίλιους (στη θέση Αρχάγγελος) χρονολογούνται γύρω στον 6ο μ. Χ. αιώνα, πιθανολογείται ότι ο Χριστιανισμός ήλθε στην Κάρπαθο (και ειδικά στην Όλυμπο) οπωσδήποτε πριν από τον αιώνα αυτόν. Υπάρχει η γνώμη -όχι επιβεβαιωμένη εντούτοις- ότι ο Ιωάννης ο Καρπάθου, περίφημη εκκλησιαστική μορφή του 6ου αιώνα, έζησε στη Βρυκούντα.

Οι Βρυκούντιοι και οι Νισύριοι παρέμειναν στις πόλεις τους μέχρι το τέλος περίπου του 7ου αιώνα, ίσως και ως τον 8ο αιώνα, οπότε, εξαιτίας των αραβικών επιδρομών, αναγκάστηκαν από κοινού -πιθανότατα- να αναζητήσουν καταφύγιο μακριά από τη θάλασσα, σε φύσει οχυρές θέσεις. Η Βρυκούς φαίνεται ότι δεν κατοικήθηκε έκτοτε, ενώ στα Παλάτια συνεχίστηκε η ζωή, πιθανώς όμως με Άραβες κατοίκους, που θα είχαν καταστήσει την πόλη εκείνη ορμητήριό τους, καθώς από τη θέση αυτή θα μπορούσαν να δεσπόζουν στο πέρασμα Ρόδου - Καρπάθου. Τη γνώμη αυτή τεκμηριώνει από τη μια η σκέψη ότι μόνον οι Άραβες θα μπορούσαν την εποχή εκείνη να κατοικήσουν κοντά στη θάλασσα, κι από την άλλη το ότι, όπως μας λένε οι αρχαιολόγοι κι οι ιστορικοί, τα κτίσματα που υπάρχουν σήμερα ερειπωμένα στα Παλάτια ομοιάζουν με κτίσματα της Συρίας, που χρονολογούνται πριν από τον 10ο αιώνα. Όπως φαίνεται από τα ερείπια και από τις βαθιές ρωγμές του εδάφους η πόλη των Παλατίων καταστράφηκε από τρομερό σεισμό μέσα στους δυο ή τρεις πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας μετά Χριστόν.

3. Εγκατάσταση στην Όλυμπο

Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Βρυκούντος και της Νισύρου πρέπει, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε παραπάνω, να ήλθαν στην Όλυμπο κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (7ος-9ος αιώνας), που συμπίπτει με την περίοδο της Εικονομαχίας (8ος-9ος αιώνας). Τη γνώμη αυτή την στηρίζει από τη μια η εγκατάλειψη των αρχαίων πόλεων κατά την εποχή αυτή κι από την άλλη η χρονολόγηση των σημερινών ναϋδρίων της Καθολικής και του Αγίου Ονουφρίου καθώς επίσης η χρονολόγηση του παλαιότερου διάκοσμου της κεντρικής εκκλησίας του χωριού, ο οποίος φαίνεται στον δυτικό θόλο, τώρα που διαβρώθηκε το μεταγενέστερο διακοσμητικό επίστρωμα. Στη διακόσμηση των ναών αυτών δεν υπάρχουν μορφές αγίων, υπάρχουν μόνο τα γνωστά χριστιανικά σύμβολα, σταυροί, ψάρια κ.τ.τ., τα οποία επέτρεπαν οι Εικονομάχοι.

Είναι πιθανόν οι φυγάδες της Βρυκούντος και της Νισύρου να μην εγκαταστάθηκαν αμέσως στην Όλυμπο, αλλά να αναζήτησαν πρωτύτερα άλλον τόπο εγκατάστασης, κάπου κοντά στις παλιές τους εστίες. Ως ένα τέτοιο μέρος μπορούμε να υποθέσουμε την Εξεπιταρέα, (που σημαίνει τόπος εκπατρισμού) όπου έχουν εντοπισθεί παλαιά ερείπια, ίσως του 8ου ή 9ου αιώνα.

Η θέση της Ολύμπου είναι καταπληκτική από την άποψη της προστασίας, την οποίαν παρείχε στους κατοίκους της, καθώς το σημείο στο οποίο είναι χτισμένη ήταν φύσει ασφαλισμένο από τη βόρεια ως τη νοτιοδυτική του πλευρά και καθώς από τη θέση αυτή μπορούσαν να κατοπτεύουν την ανοιχτή δυτική θάλασσα και να πληροφορούνται από τους φρυκτωρούς των αντικρινών υψωμάτων αν επλησίαζαν τα πειρατικά πλοία, για να κλεισθούν μέσα στο κάστρο τους. Επιπλέον κοντά στο μέρος αυτό υπήρχε άφθονο πηγαίο νερό και η κύρια καλλιεργήσιμη έκταση, της Αυλώνας δεν απείχε πολύ. Ίχνη του κάστρου υπάρχουν ακόμα και πάντως το θυμίζουν τα τοπωνύμια Μέσα Κάστρο, για μια συνοικία του χωριού και Όξω Καμάρα, για τη συνοικία που βρίσκεται προς το μέρος της θάλασσας, χτισμένη έξω από τη δυτική πύλη του κάστρου, η οποία βρισκόταν στη νότια είσοδο του σημερινού Πλατύου.

4. Το όνομα της Ολύμπου και του Διαφανίου

Το όνομά του το χωριό το οφείλει ασφαλώς στο ψηλό βουνό, στη πλευρά του οποίου έχει χτιστεί. Σήμερα το βουνό λέγεται Άης Ηλίας (=Προφήτης Ηλίας), επειδή στην κορυφή του, όπως και στις κορυφές άλλων υψωμάτων της Ελλάδας, χτίστηκε ναός του Προφήτη Ηλία, στην αρχαία εποχή όμως το βουνό, όπως επίσης πολλά άλλα βουνά του ελληνικού χώρου, θα λεγόταν Όλυμπος. Κάποτε το χωριό, όπως και το βουνό της Θεσσαλίας, λέγεται και Έλυμπος, όνομα που το βρίσκουμε στον Buodelmonti (1422) και σε έγγραφα των αρχών του 19ου αιώνα, επίσημα όμως λέγεται και γράφεται η Όλυμπος, με το θηλυκό άρθρο της λέξης η πόλη, η χώρα , όχι ο Ολυμπος.

Το όνομα του Διαφανίου οφείλεται σε κάποιον Διοφάνη, που συνδεόταν ιδιαίτερα με το μέρος αυτό, είτε ως γαιοκτήμονας είτε ως μοναχός. Πάντως από γλωσσολογική άποψη η ετυμολογία αυτή είναι η μόνη πειστική.

5. Νεότερα χρόνια

Οι πληροφορίες που έχουμε για την Όλυμπο από την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων σ’ αυτήν μέχρι και τον περασμένο αιώνα δεν είναι πολλές. Οι ελάχιστοι περιηγητές που πέρασαν από την Κάρπαθο δεν έφταναν συνήθως μέχρι τη μακρινή Όλυμπο, μιλούν όμως με θαυμασμό για την φήμη που είχε η αρχαιοπρεπής γλώσσα της, τα έθιμα και τα τραγούδια της. Με βάση τη γενικότερη ιστορία του νησιού και της ευρύτερης περιοχής καθώς και τα όσα διέσωσε η λαϊκή παράδοση, μπορούμε να πούμε τα παρακάτω:

Από την εποχή που ο διοικητής της Συρίας Μωαβίας λεηλατεί την Κάρπαθο (647) λυμαίνονται την περιοχή οι Σαρακηνοί, μέχρι την τελική εκδίωξή τους από την Κρήτη που πέτυχε ο Νικηφόρος Φωκάς (961). Στα επόμενα χρόνια η Κρήτη, η Κάσος και η Κάρπαθος απετέλεσαν το “θέμα της Κρήτης” με επικεφαλής βυζαντινό στρατηγό. Με τη φραγκική κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1204) το νησί περιέρχεται διαδοχικά στον κρητικό ευγενή Λέοντα Γαβαλά, στους γενουάτες Μορέσκο και στην κρητικοενετική οικογένεια των Κορνάρων, μέχρι το 1537, που ο τουρκικός στόλος υπό τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα καταλύει τη φραγκική κυριαρχία. Στην επανάσταση του 1821 η Κάρπαθος επαναστατεί και διώχνει τους Τούρκους κατακτητές, αλλά με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) ξαναδίνεται στην Τουρκία. Την τουρκική ακολουθεί η ιταλική κατάκτηση (1912) μέχρι το 1948 που τα Δωδεκάνησα ενώνονται με την Ελλάδα.

Τα προνόμια, φορολογικά και διοικητικά, που είχαν παραχωρηθεί στα νησιά επί Τουρκοκρατίας, βοήθησαν στην ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών αυτοδιοίκησης και στη δημιουργία ανεκτής οικονομικής ζωής. Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ιταλικής κατοχής την Όλυμπο διοικούσαν οι δημογέροντες, εκλεγόμενοι κάθε χρόνο από το σύνολο των ενηλίκων ανδρών, οι οποίοι είχαν ευρύτατες διοικητικές, φορολογικές, εκπαιδευτικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Θαυμασμό μας προκαλεί σήμερα ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίον εκείνοι οι τοπικοί άρχοντες καθόριζαν την ετήσια χρήση της γης, ικανοποιώντας τις ανάγκες κι εξισορροπώντας τις αντιθέσεις ανάμεσα στο γεωργικό και το ποιμενικό στοιχείο.

6. Ο σημερινός οικισμός της Ολύμπου

Ο σημερινός οικισμός είναι ασφαλώς πολύ μεγαλύτερος από τον αρχικό πυρήνα του 9ου ή του 10ου αιώνα. Μόλις εξέλιπε η απειλή των πειρατών, το χωριό απλώθηκε τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική βουνοπλαγιά, ενώ κατά μήκος της κορυφογραμμής υψώνεται η σειρά από τους πεταλόσχημους γραφικούς ανεμόμυλους, που αποτελούσαν το χαρακτηριστικότερο σημείο αναφοράς του οικισμού της Ολύμπου.

Εντυπωσιακή είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού, η Κοίμησις της Θεοτόκου, βυζαντινού ρυθμού με τοιχογραφίες από την εποχή της Τουρκοκρατίας σ’ όλο το εσωτερικό της και με ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο εξαιρετικής τέχνης. Εκτός από τον κεντρικό ναό, ολόκληρος ο οικισμός (καθώς και η γύρω περιοχή) είναι κατάσπαρτος από γραφικά ναϋδρια

Σήμερα ένα σημαντικό μέρος των σπιτιών του χωριού είναι κλειστά και ακατοίκητα εξαιτίας της μετανάστευσης.

7. Ο οικισμός Διαφανίου

Τα ίχνη μινωικής εγκατάστασης στο μυχό του όρμου του Καμπίου, τα κατάλοιπα ελληνιστικού λουτρού στη θέση Λουτρό και το τοπωνύμιο η Παλαία μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε βάσιμα ότι από την αρχαιότητα η περιοχή του Διαφανίου είχε θεωρηθεί κατάλληλη για εγκατάσταση ανθρώπων. Εξαιτίας των αραβικών επιδρομών οι κάτοικοι της περιοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν κι αυτοί στην Όλυμπο.

Στο τέλος του περασμένου αιώνα, όταν τα ιστιοφόρα των πειρατών -όχι πια μόνο των νεότερων Αράβων αλλά και των Λαλιανών και των Υδραίων- αναγκάστηκαν να αποσυρθούν μπροστά στα κρατικά μηχανοκίνητα, οι κάτοικοι του κάστρου της Ολύμπου ξεθαρρεύουν και κατεβαίνουν ξανά προς τη θάλασσα, όπως και οι κάτοικοι από το Κοράκι (=Απέρι) την ίδια περίοδο κατεβαίνουν στα Πηγάδια. Ο λόγος της νεότερης εγκατάστασης στο Διαφάνι δεν ήταν βέβαια το ότι στο μέρος αυτό υπήρχε οικισμός και στην αρχαία εποχή. Ο κύριος λόγος ήταν ότι ο όρμος αυτός εξυπηρετούσε τους Ολυμπίτες που έπρεπε να πηγαίνουν στη Σαρία για τα χωράφια τους. Ήταν ο λιγότερο εκτεθειμένος στους ανέμους όρμος κι ο πιο κοντινός στην Όλυμπο και τη Σαρία.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το Διαφάνι εμφανίζει γρήγορη ανάπτυξη.

8. Η Αυλώνα

Ο αγροτικός οικισμός της Αυλώνας βρίσκεται βόρεια από την Όλυμπο και είναι χτισμένος στην ανατολική ανωφέρεια της ομώνυμης μεγάλης και εύφορης κοιλάδας. Η Αυλώνα αποτελούσε το κέντρο της γεωργικής ζωής της περιοχής. Υπάρχουν εκεί περί τους 300 “στάβλοι” όπως λέγονται οι χαρακτηριστικές αγροικίες της Αυλώνας, που κάθε μια έχει δίπλα το αλώνι της και τον τόπο που τοποθετούνται τα στάχυα κατά τον θερισμό των χωραφιών από τις γύρω περιοχές (ασταχότοπος).

Ο “στάβλος” της Αυλώνας ήταν ένα κτιριακό σύνολο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της γεωργικής παραγωγής, από τη διαμονή της οικογένειας, την εξυπηρέτηση των γεωργικών εργασιών (αλώνισμα, ξαχέρισμα, αποθήκευση του καρπού, του σπόρου και του αχύρου κλπ.) μέχρι τη διαμονή των γεωργικών ζώων.

Στα παλαιότερα χρόνια που η γεωργική και ποιμενική ζωή της Ολύμπου άκμαζε, στην Αυλώνα μετοικούσε κατά τους θερινούς μήνες το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της Ολύμπου και του Διαφανίου και η Αυλώνα έσφυζε από ζωή και κίνηση.

9. Ασχολίες των κατοίκων

Η Όλυμπος ήταν γεωργικό χωριό, όπως άλλωστε και τα άλλα χωριά της Καρπάθου. Ο φόβος της πειρατείας ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την παραλία και τη θάλασσα, να καταφύγουν στα μεσόγεια και να ασχοληθούν με τη γη. Ελάχιστοι είναι και σήμερα οι Ολυμπίτες ναυτικοί και ακόμα λιγότεροι ήταν στις προηγούμενες δεκαετίες. Αρκετοί ήταν επίσης στα προηγούμενα χρόνια οι βοσκοί. Σήμερα δυστυχώς, με τη μεγάλη μετανάστευση, πολύ λίγοι είναι και οι γεωργοί και οι βοσκοί που απέμειναν στο χωριό. Στην Όλυμπο δεν υπήρχε άνθρωπος που να κάθεται, εκτός κι αν ήταν βαριά άρρωστος. Οι συνθήκες της ζωής και το φυσικό περιβάλλον επέβαλλαν νωρίς τις επιλογές τους. Οι ασθενικοί δεν είχαν μακρά ζωή στην Όλυμπο. Θα έπρεπε να ήταν κανείς πολύ δυνατής κράσης για να αντέξει τις τόσες ταλαιπωρίες “από τη μια νύχταν ως την άλλη”, δηλαδή από τη βαθιάν αυγή ως το σκοτείνιασμα. Δεν γίνονταν εξαιρέσεις για τις γυναίκες. Αντίθετα μάλιστα, η γυναίκα, εκτός από τα μωρά της, έπρεπε επιπλέον να φροντίσει κάθε μέρα το μαγείρεμα του φαγητού και το φούρνισμα και το πλύσιμο των ρούχων κάθε Σάββατο. Αλλά και πάλιν ο άντρας το Σάββατο, αν δεν έσκαβε, ή θα ήταν στα ξύλα ή θα ήταν στα μελίσσια ή θα επιδιόρθωνε τα στιάνια (=στιβάνια) και τα σκαπτικά καθώς και τα άλλα εργαλεία. Μόνο το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή το πρωί θα μπορούσε ο άντρας να μείνει λίγο στο καφενείο για να ακούσει κανένα νέο και να συνδεθεί με τον κόσμο. Άντρας και γυναίκα στην Όλυμπο ήταν δυο αχώριστοι συναγωνιστές στη σκληρή βιοπάλη που απαιτούσε η ζωή και η δική τους και το μεγάλωμα των συνήθως πολλών -κατά μέσον όρο 6- παιδιών τους. Αν όμως η τύχη δεν ερχόταν ευνοϊκή και θα έπρεπε να συναφθεί κάποιο δάνειο, ο άντρας θα έβαζε ενέχυρο το χωράφι ή το σπίτι του. Κι αν οι ανάγκες το απαιτούσαν να χρησιμοποιήσει τις λίρες της συζύγου του, αυτός θα της έδινε ως αντιστάθμισμα το σπίτι ή το χωράφι του.

Αρκετοί Ολυμπίτες ήσαν οικοδόμοι, ένας υπολογίσιμος αριθμός τους ήσαν παπουτσήες (= υποδηματοποιοί), μερικοί ήσαν χαρκιάες (= σιδεράδες). Με την εγκατάλειψη της γης και με την εισαγωγή των έτοιμων παπουτσιών οι χαρκιάες εξέλιπαν και οι παπουτσήδες της Ολύμπου είναι πια δυο τρεις.

10. Το ολυμπίτικο σπίτι

Πυρήνας του παραδοσιακού ολυμπίτικου σπιτιού είναι το ισόγειο μονόσπιτο, που χωρίζεται σε δυο μέρη: τον πάτο και τον σουφά με το πανωσούφι. Ο σουφάς είναι ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή με ακόμη περισσότερο υπερηψωμένο το πανωσούφι, και χρησιμεύει για να κοιμάται η οικογένεια, ενώ οι κάτω από την κατασκευή αυτήν χώροι χρησιμοποιούνται ως αποθήκες. Ο σουφάς, που συνήθως βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του σπιτιού, στο εμπρόσθιο μέρος του έχει ένα εξαίρετα διακοσμημένο πλαίσιο, που κάποτε ακουμπά στον στύλο, που στηρίζει την μεσαία, δηλ. τη δοκό της σκεπής. Ο στύλος και τα ξυλόγλυπτα κάγκελα του σουφά καλύπτονται στις εορταστικές μέρες με πολύχρωμα κεντητά.

Ενα άλλο βασικό συμπλήρωμα του εξοπλισμού του παραδοσιακού σπιτιού είναι η πάγκα, που επέχει τη θέση ξύλινου καναπέ τοποθετημένου κάθετα στον σουφά, αλλά και που με τα κιβωτιόσχημα χωρίσματά του χρησιμεύει για τη φύλαξη καρπών, φαγητών κ.ά. Γύρω γύρω στους τοίχους υπάρχουν τα ράφια, στα οποία στολίζονται διακοσμητικά πιάτα. Ο εξοπλισμός του σπιτιού συμπληρώνεται με το ξυλόγλυπτο και περίτεχνο εικονοστάσι στην ανατολική πλευρά του σπιτιού.

Στο παλιό μονόσπιτο, που είχε τζάκι, προστέθηκε αργότερα ένας βοηθητικός χώρος, ο κέλλος, που χρησίμευσε για μαγειρείο. Εκεί μεταφέρθηκε η φωτιά και στο δώμα του κέλλου υπάρχει, προδίδοντας την παρουσία του τζακιού, η ανακαπνέα (=καπνοδόχος). Από τότε ο κέλλος έγινε το κέντρο της καθημερινής ζωής της παραδοσιακής ολυμπίτικης οικογένειας.

Πολλά σπίτια διέθεταν και φούρνο, που εξυπηρετούσε και τα γειτονικά νοικοκυριά.

11. Γλωσσικό ιδίωμα

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γλωσσικό ιδίωμα της Ολύμπου. Εκτός από τα τοπωνύμια, που τα περισσότερά τους είναι λέξεις αρχαίας καταγωγής, στην καθημερινή γλώσσα διατηρούνται λέξεις της αρχαία Ελληνικής π.χ. ανεσκύλλω, ανεμπαίζω, εικάζω, σάτσω ή της μεσαιωνικής ελληνικής, όπως αλλάιν (=κοντά) η χάρμπα (=ακόντιο), καταμιτώννω (=προδίδω), απακουτερός (=υπάκουος), ανεκεφαλίζω (=σηκώνω το κεφάλι προς τα πάνω), ανεμπλητός (=άφθονος), γυσικός (=δυτικός), ζυή (=ζεύγος), ρεματίζω (=φεύγω μακριά), ξαοράρης, καμαροφρούι κ.ά.

Στο γλωσσικό ιδίωμα της Ολύμπου υπάρχουν φαινόμενα που το ξεχωρίζουν από τα ιδιώματα της υπόλοιπης Καρπάθου. Τέτοια φαινόμενα είναι κυρίως: α) η ασυνιζησία, π.χ. ο κρίος, του κρίου, οι κρίοι, τω(ν) κρίων. Η μηλέα, της μηλέα. Η πλατέα, της πλατέας κτλ. του πλατέου, τα πλατέα, τω(π) πλατέων, του κλαϊου, τα κλαϊα, τω(κ) κλαϊων. β) Η απουσία του τσιτακισμού των κ, g, σκ, χ, π.χ. το κερί, κοιμούμαι, άγγελος, αγκίστρι, σκέδιο, σκύλλος, χέρι, χυλός. γ) η διατήρηση της προφοράς των λλ, π.χ. άλλος (όχι άλdος) δ) η προφορά του τ+j ως κ+ j, π.χ. η φωκιά, τα σπίκια. ε) η κατάληξη -έα, π.χ. η ξυλέα (=ξυλιά), η ροακινέα, η λακανέα (=το περιεχόμενο της λεκάνης).

12. Τραγούδι, μουσική, χορός

Παλαιότερα υπήρχαν πολύ περισσότερα, αλλά και σήμερα υπάρχουν πολλά παραδοσιακά τραγούδια σε 15σύλλαβο, τα συρματικά, που γενικά τραγουδιούνται με χαρακτηριστική αργόσυρτη μελωδία. Ειδικότερα, τα τραγούδια αρχίζουν με πολύ αργό ρυθμό, κάπου στη μέση ο ρυθμός γίνεται γρηγορότερος και προς το τέλος επιταχύνεται ακόμη περισσότερο, για να καταστεί δυνατόν να εξαντληθεί όλο το τραγούδι. Τα τραγούδια είναι ακριτικά, παραλογές, κάποια είναι ιστορικά, άλλα είναι ερωτικά, άλλα της ξενιτιάς, άλλα σατιρικά. Τα τραγούδια αυτά μπορεί να τραγουδιούνται σε καθιστό γλέντι, μπορούν όμως να τραγουδιούνται και στον σιανό χορό. Εκτός από τα συρματικά υπάρχουν και αρκετά τραγούδια του ζερβού χορού, σε 13σύλλαβο στίχο καθώς και του γονατιστού χορού σε τροχαϊκό 8σύλλαβο ή 7σύλλαβο στίχο. Επιπλέον, ακούονται πολλά ιδιόμελα τραγούδια.

Σε πλήρη ακμή παραμένει η χρήση των αυτοσχέδιων μαντινάδων, με τις οποίες οι Ολυμπίτες εκφράζουν τους επαίνους και τις ευχές των στο νέο αντρόγυνο, στο παιδί που βαφτίστηκε, σε διαπρεπείς συμπολίτες τους, σε συγχωριανούς που γύρισαν πρόσφατα από τη ξενιτιά, είτε σχολιάζουν θέματα κοινωνικά, και, συχνά, θυμούνται με πόνο και με δάκρυα τα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή.

Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν, καθώς λέγεται, γύρω στους εβδομήντα σκοποί (=μουσικοί τρόποι - δρόμοι) για τις μαντινάδες. Σήμερα χρησιμοποιούνται γύρω στους σαράντα. Μερικοί σκοποί χρησιμοποιούνται για ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. ο σκοπός του φευγού, ο σκοπός της πατινάδας (=νυχτερινής καντάδας), ο καμουζελλιάρικος της Αποκριάς. Είναι ευτύχημα ότι τα νέα παιδιά της Ολύμπου, τόσο στο χωριό όσο και στις παροικίες της Ρόδου και του Πειραιά, χάρη στη φροντίδα των Συλλόγων, έμαθαν να αγαπούν τον παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης και να τηρούν το τυπικό της, που απαιτεί σεβασμό στους μεγαλύτερους, αυτοσεβασμό και ευπρέπεια.

Αφορμή για διασκέδαση παρέχουν οι γάμοι, τα βαφτίσια, οι εύκησες (=γλέντια για την ονομαστική εορτή), η Τυρινή Κυριακή της Αποκριάς και η Καθαρά Δευτέρα, η Λαμπρή Τρίτη (=Τρίτη της Διακαινησίμου), το Δεκαπενταύγουστο, το πανηγύρι του Άη Γιάννη της Βρουκούντας, της 8ης Σεπτεμβρίου, του Σταυρού, παλαιότερα το πανηγύρι του Άη Γιώργη στο Πηλάι και του Άη Μηνά.

Είναι εντυπωσιακά υποδειγματική η τάξη με την οποία διαξάγεται ένα ολυμπίτικο γλέντι. Σ΄ αυτό μετέχουν μόνο οι άντρες. Οι λίγες σχετικά γυναίκες που παρευρίσκονται παρακολουθούν καθισμένες στον υπόλοιπο χώρο του δαπέδου, οι κοπέλες κάθονται σεμνές στο σουφά και στο πανωσούφι. Μετά από το φαγητό ψάλλονται εκκλησιαστικά τροπάρια από τους ιερείς και τους ψάλτες και, στο τέλος του τροπαρίου, όλοι οι συνδαιτυμόνες χτυπούν με το πιρούνι τους το γύρο του πιάτου, εκφράζοντας έτσι, με βυζαντινή συνήθεια, τη συμμετοχή τους στην ιδιωτική ή την κοινή χαρά. Ο παπάς προπίνει ονομαστικά υπέρ του πρωτομερακλή, ο οποίος πρέπει να τραγουδήσει το τραγούδι της τάβλας και, μετά το πέρας του τραγουδιού, να πει την πρώτη μαντινάδα του γλεντιού. Στα δημόσια γλέντια που συνοδεύονται με χορό, τα όργανα κάθονται στη μέση της πλατείας ή του μεγάρου, οι άντρες γύρω από τα όργανα και οι γυναίκες έξω από τον κύκλο των ανδρών.

Την ημέρα ο χορός γίνεται συνήθως στο Πλατύ του χωριού, του οποίου η επιφάνεια είναι δεν είναι εκατόν τετραγωνικά μέτρα. Ήταν ο πιο πλατύς χώρος που μπορούσε να εξευρεθεί μπροστά στον κεντρικό ναό του χωριού. Τη νύχτα ο χορός συνεχιζόταν σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι, το χοροστάσι, αλλά εδώ και τριάντα χρόνια γίνεται στο δημοτικό μέγαρο της Ολύμπου ή του Διαφανίου. Στα πανηγύρια, φυσικά, ο χορός στήνεται στο προαύλιο του ναού και το βράδυ της ημέρας του Άη Γιάννη της Βρουκούντας (29 Αυγούστου) γίνεται σε κάποιο ευρύχωρο αλώνι της Αυλώνας και τώρα τελευταία σε ειδικό ασφαλτοστρωμένο χώρο.

Οι χοροί της Ολύμπου είναι κυρίως α) ο σιανός (=σιγανός) ή κάτω χορός, στον οποίον τραγουδιούνται τα συρματικά και οι μαντινάδες για ποικίλα, όπως είπαμε, θέματα και, απαραίτητα, για να επαινεθούν από το χορευτή οι βάντες του, δηλαδή οι χορεύτριες που βρίσκονται δεξιά και αριστερά του. β) ο ζωηρός πάνω χορός, που είναι ζωηρότερος στον κάβο, δηλ. στο πρώτο κομμάτι του χορού. Επειδή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι Ολυμπίτες ήσαν πολλοί, οι χώροι όμως, τους οποίους είχαν στη διάθεσή τους για χορό, ήταν πάντα στενοί, ο πάνω χορός -ο σιανός δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα- έγινε στετός, δηλαδή χορός, ζωηρός βέβαια, που προχωρούσε όμως ελάχιστα, σχεδόν έμενε στημένος στον ίδιο τόπο. Στα άλλα χωριά της Καρπάθου, που ούτε τόσο πολυπληθή ήταν, ούτε πρόβλημα άνετου χώρου αντιμετώπιζαν, ο χορός μπορούσε να προχωρεί όχι μόνο προς τα δεξιά αλλά και προς το εσωτερικό του κυκλικού χώρου και πάλι να επιστρέφει πίσω.

13,Η φορεσιά

Παλαιότερα οι μεγάλοι γαιοκτήμονες φορούσαν κόκκινο φέσι αγορασμένο από το εξωτερικό, μακριά βράκα από κάτω, περίκο και σταυρωτό από πάνω, όλα αυτά βαμβακερά χρώματος μπλε, υφασμένα στην Ολυμπο. Κατώτεροι γαιοκτήμονες φορούσαν μια βράκα πιο στενή και ψηλό σκούφο και ο πολύς λαός φορούσε μάλλινα ποτούρια. Εδώ και 30-40 χρόνια εξέλιπε και η βράκα και το ποτούρι. Το παντελόνι, που εμφανίστηκε από τις αρχές του αιώνα μας, επικράτησε εντελώς.

Η γυναικεία φορεσιά είναι δυο ειδών α) η καθημερινή με τη βράκα και την ποκαμίσα εσωτερικά και απέξω το καβάι και την ποέα (=ποδιά).. Η ίδια αυτή φορεσιά, αλλά με κεντήματα και με τα ανάλογα μαντήλια της κεφαλής μπορούσε να φοριέται και από τις νεαρές κοπέλες στις γιορτές και στην εκκλησία. β) το σακκοφούστανο, με κεντήματα και με τα χρωματιστά μαντήλια της κεφαλής το φορούσαν οι κοπέλες στην εκκλησία, στα πανηγύρια και στις διασκεδάσεις. Με το καβάι ταίριαζαν περισσότερο τα στιάνια, με το σακκοφούστανο μόνο οι παντόφλες, ψιλοδουλεμένες από ντόπιους τσαγκάρηδες.

Σήμερα, μετά την εγκατάλειψη του γεωργικού και του ποιμενικού βίου, που απαιτούσε να είναι γερά ντυμένη η γυναίκα, τη γυναικεία φορεσιά τη φορούν μόνο οι μεγάλες στην ηλικία γυναίκες και οι κοπέλες στα πανηγύρια και στις διασκεδάσεις. Δυστυχώς τείνει να καταστεί μουσειακό είδος.

 

Κωστής Μ. Μηνάς: Τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου

Μανόλης Μ. Μακρής: Συγγραφέας

Διαβάστηκε 3537 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 08 Φεβρουαρίου 2017 02:41
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΡΥΚΟΥΣ »